ηλεκτραγγέλτης

ηλεκτραγγέλτης
ο
ειδική ηλεκτρική συσκευή που με ήχο ή φως αναγγέλλει αυτόματα ένα συμβάν, π.χ. ηλεκτρικό κουδούνι, σειρήνα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρ(ο)-* + αγγέλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”